Συμμόρφωση (Conformance)

Μια θετική ένδειξη ή κρίση ότι ένα προιόν ή μια υπηρεσία εκπληροί τις απαιτήσεις των σχετικών προδιαγραφών, συμφωνιών ή ρυθμίσεων

» Γλωσσάριο